πενταγωνικός

πενταγωνικός
πεντα-γωνικός, ή, όν,
A pentagonal,

σχῆμα Nicom.Ar.2.10

;

ἀριθμός Iamb. in Nic.p.60

P. Adv. -κῶς Theo Sm.p.39 H., Iamb. in Nic.p.60 P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πενταγωνικός — pentagonal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταγωνικός — ή, ό / πενταγωνικός, ή, όν, ΝΑ [πεντάγωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεντάγωνο νεοελλ. αυτός που έχει πέντε γωνίες, ο πεντάγωνος. επίρρ... πενταγωνικῶς Α με πενταγωνικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • πενταγωνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο πεντάγωνο, ο με πέντε γωνίες: Πενταγωνικό σχήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενταγωνικόν — πενταγωνικός pentagonal masc acc sg πενταγωνικός pentagonal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταγωνικούς — πενταγωνικός pentagonal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταγωνικῶς — πενταγωνικός pentagonal adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταγώνιος — α, ο [πεντάγωνος] ο πενταγωνικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”